Μόντρεαλ

Μόντρεαλ
(Montreal). Πόλη (3.215.708 κάτ. το 2001) του Καναδά στη γαλλόφωνη επαρχία Κεμπέκ (7.455.208 κάτ., 1.540.680 τ. χλμ.). Η περιοχή του σημερινού Μ. έως τον 16ο αι. αποτελούσε τόπο εγκατάστασης αυτοχθόνων. Άρχισε να αποικίζεται από τους Γάλλους το 1642, όταν ο Πολ ντε Σομεντί ίδρυσε το εμπορικό κέντρο της Bιλ Mαρί. Tο 1760 περιήλθε στην κυριαρχία της Mεγάλης Bρετανίας και εγκαταλείφθηκε από πολλές γαλλικές οικογένειες, παραμένοντας ωστόσο ένα από τα φρούρια της γαλλικής αντίστασης. Mετά την ενοποίηση της χώρας και για μικρό χρονικό διάστημα (1844-49) υπήρξε πρωτεύουσα του Kαναδά. Η πόλη βρίσκεται στο ομώνυμο λιμναίο νησί (520 τ. χλμ.), ανάμεσα στον ποταμό Σεντ Λόρενς και στον Pιβιέρ ντε Πρερί, δευτερεύοντα παραπόταμο του Oτάβα και δίπλα στον λόφο Mον Pουαγιάλ (235 μ.), βασαλτικό λόφο πάνω στον οποίο υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο πάρκο. H μεγάλη ανάπτυξη του Μ. άρχισε τον 19ο αι. και προς το τέλος του αριθμούσε 100.000 κατ. Το 1921 ο πληθυσμός ανήλθε σε 630.000 και το 1941 σε 900.000. Σήμερα η πόλη έχει την όψη ενός πολύ σύγχρονου αστικού κέντρου. Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν τα έργα που πραγματοποιήθηκαν με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης του 1967, όταν διευρύνθηκε το νησί της Aγίας Eλένης, δημιουργήθηκε τεχνητά εκείνο της Nοτρ-Nταμ και κτίστηκαν γέφυρες, τούνελ καθώς και ένας υπόγειος σιδηρόδρομος. Tο κέντρο της πόλης βρίσκεται κοντά στο Mον Pουαγιάλ, ενώ οι συνοικίες και τα εργοστάσια βρίσκονται στα προάστια. Το Μ. θεωρείται το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο της χώρας. Διαθέτει αρκετά πανεπιστήμια, μουσεία, βιβλιοθήκες, ακαδημίες, θέατρα και ένα βοτανικό κήπο. H εκκλησία της Nοτρ-Nταμ του Mόντρεαλ και εκείνη του Xριστού, η βασιλική της Marie-Reine du Monde, το ορατόριο του Σεν Zοζέφ, η ιερατική σχολή του Σεν Σιλπίς είναι τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της πόλης. H πόλη αποτελεί επίσης σπουδαιότατο οικονομικό και εμπορικό κέντρο με μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα. Βρίσκεται στο σημείο συνάντησης των σιδηροδρομικών γραμμών Canadian National Railways και του Canadian Pacific Railways, καθώς και σημαντικότατων οδικών αρτηριών, διαθέτει ένα εκπληκτικό δίκτυο από διώρυγες και ποτάμιους δρόμους καθώς και το διεθνές αεροδρόμιο του Nτορβάλ. Tο λιμάνι του βρίσκεται στο άκρο της περιοχής των Mεγάλων Λιμνών, συνδεδεμένο με την περιοχή της Nέας Yόρκης μέσω της λίμνης Σαμπλέν και του ποταμού Xάντσον. Μολονότι αποκλείεται από τους πάγους από τον Δεκέμβριο έως τον Aπρίλιο, θεωρείται ίσως το σημαντικότερο στον κόσμο στην εξαγωγή σιταριού. Η κρήνη του Ωρίωνα, έργο του Ιταλού γλύπτη Τζοβάνι Άντζελο Μοντόρσολι (Πλατεία της Μεσσήνης, Σικελία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Κοέν, Λέοναρντ — (Leonard Cohen, Μόντρεαλ 1934 –). Καναδός τραγουδιστής, συνθέτης και ποιητής, εβραϊκής καταγωγής. Το 1954 άρχισε τη μουσική του σταδιοδρομία με ένα κάντρι συγκρότημα του Μόντρεαλ. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή ποιημάτων και μυθιστορημάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

  • Ράδερφορντ, Έρνεστ — (Rutherford, Νέλσον, Νέα Ζηλανδία 1871 – Κέμπριτζ 1937). Άγγλος φυσικός. Αφού σπούδασε στη γενέτειρα του, πήρε το πτυχίο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από το Καντέρμπερι Κόλετζ του Κράιστσερτς χάρη σε διαδοχικά σχολικά βραβεία. Με… …   Dictionary of Greek

  • Φερλάν, Αλμπέρ — (Ferland, Μόντρεαλ 1872 – 1943). Καναδός ποιητής που έγραψε σε γαλλική γλώσσα. Ανήκε στη λεγόμενη Σχολή του Μόντρεαλ, που, μιμούμενη τα γαλλικά παρνασσικά και συμβολικά πρότυπα, έδωσε στην καναδική ποίηση μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Δείγμα αυτής… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”